Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!

Γλωσσάρι


Εμφάνιση / Απόκρυψη όλων
Αιγιαλός

Αιγιαλός είναι η ζώνη της ξηράς, η οποία βρέχεται από τις μεγαλύτερες πλην συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της θάλασσας. Ως θάλασσα νοείται και η λιμνοθάλασσα, ήτοι μεγάλη έκταση από λιμνάζοντα νερά, που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα και επικοινωνεί µε αυτή.

Αναγκαστική απαλλοτρίωση

Είναι η αφαίρεση της ιδιοκτησίας προσώπου με μονομερή πράξη της διοικητικής Αρχής, έναντι καταβολής δικαστικά καθοριζομένης αποζημίωσης για δημόσια ωφέλεια που προβλέπεται από το νόμο.

Η κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αποτελεί ατομική διοικητική πράξη, γίνεται συνήθως με κοινή απόφαση του αρμόδιου (ανάλογα με το σκοπό της απαλλοτρίωσης) Υπουργού και του Υπουργού των Οικονομικών και επέρχεται από τη δημοσίευση της απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η συντέλεση της απαλλοτρίωσης επέρχεται από την καταβολή στο δικαιούχο της αποζημίωσης που καθορίστηκε με δικαστική απόφαση ή απάτη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της κατάθεσης της αποζημίωσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.

Αναγκαστική προσκύρωση

Είναι η απονομή της κυριότητας ακινήτου με μονομερή πράξη της Διοίκησης. Η προσκύρωση είναι πρωτότυπος τρόπος κτήσης της κυριότητας, διότι μ' αυτήν η αρμόδια διοικητική Αρχή αφαιρεί με πράξη δημοσίου δικαίου την κυριότητα ακινήτου από τον ένα ιδιοκτήτη και την απονέμει στον άλλο.

Αντικειμενική αξία

Αντικειμενική αξία είναι αξία η οποία υπολογίζεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας κυρίως για φορολογικούς σκοπούς ή σκοπούς προσδιορισμού των αμοιβών και τελών διαφόρων επαγγελμάτων, όπως των δικηγόρων, των συμβολαιογράφων και των εξόδων προσημείωσης και μεταγραφής.

Αξία

Αξία είναι οικονομική έννοια που αναφέρεται στην πιθανότερη τιμή που μπορεί να καταλήξει η πώληση ενός διαθέσιμου αγαθού ή υπηρεσίας. Δεν αποτελεί γεγονός, αλλά μία υπόθεση/εκτίμηση της πιθανής τιμής πώλησης αγαθού ή υπηρεσίας σε δεδομένο χρόνο και σύμφωνα με τον ειδικό ορισμό της αξίας. Η οικονομική αυτή έννοια της αξίας αντανακλά την άποψη της αγοράς για τα ωφελήματα που θα επιφέρει σε κάποιον που θα αποκτήσει το αγαθό ή την υπηρεσία κατά την δεδομένη ημερομηνία της εκτίμησης.

Αξία Ενυπόθηκου Ακινήτου

Αξία ενυπόθηκου ακινήτου είναι η αξία που εκτιμάται για ένα ακίνητο, λαμβάνοντας υπόψη με σύνεση την μελλοντική εμπορευσιμότητα του ακινήτου, τα μακροπρόθεσμα χαρακτηριστικά του, τις κανονικές και τοπικές συνθήκες της αγοράς, όπως επίσης και την τρέχουσα ή εναλλακτική χρήση που αυτό μπορεί να έχει.

Αξία λειτουργούσας επιχείρησης

Αξία Λειτουργούσας Επιχείρησης είναι το σύνολο όλων των υλικών και άυλων περιουσιακών στοιχείων μίας ιδρυθείσας και λειτουργούσας επιχείρησης με αόριστη διάρκεια ζωής.

Αξία λόγω χρήσης

Η παρούσα αξία των εκτιμώμενων μελλοντικών ταμιακών ροών, που αναμένονται να προκύψουν από τη συνεχή χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου και από τη διάθεσή του στο τέλος της ωφέλιμης ζωής του. Δ.Π.Χ.Π. 5.Α

Η παρούσα αξία των μελλοντικών ταμιακών ροών που αναμένεται να αντληθούν από περιουσιακό στοιχείο ή μονάδα δημιουργίας ταμιακών ροών. ΔΛΠ 36.6

Αξία Χρήσης

Αξία χρήσης είναι η αξία που έχει ένα συγκεκριμένο ακίνητο για ένα συγκεκριμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο αντίθετα με την αξία που έχει για πολλά πρόσωπα ή την αγορά ακινήτων γενικά.

Αξιοπιστία

Οι πληροφορίες έχουν την ιδιότητα της αξιοπιστίας όταν είναι απαλλαγμένες από σημαντικά λάθη και προκαταλήψεις και οι χρήστες μπορούν να βασίζονται σε αυτές ότι παρουσιάζουν πιστά αυτό που σκόπευαν ή θα μπορούσε εύλογα να αναμένεται ότι παρουσιάζουν. Π.31

Απόσβεση

Η συστηματική κατανομή του αποσβέσιμου ποσού ενός περιουσιακού στοιχείου κατά τη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής τους.

Στη περίπτωση ενός άϋλου στοιχείου ή υπεραξίας, ο όρος  «amortisation» χρησιμοποιείται γενικά αντί του όρου «depreciation» στο αγγλικό κείμενο. Αμφότεροι οι όροι έχουν την ίδια έννοια. ΔΛΠ 36.6, ΔΛΠ 38.8

Αποσβεσμένο κόστος ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή χρηματοοικονομικής υποχρέωσης

Το ποσό στο οποίο το χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή η χρηματοοικονομική υποχρέωση επιμετράται κατά την αρχική αναγνώριση μείον αποπληρωμές κεφαλαίου, πλέον ή μείον τη συσσωρευμένη απόσβεση με τη μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου, κάθε διαφοράς μεταξύ εκείνου του αρχικού ποσού και του ποσού λήξεως, καθώς και μείον κάθε υποτίμησης (άμεσα ή μέσω της χρήσεως ενός αντίθετου λογαριασμού) για απομείωση ή μη εισπραξιμότητα. ΔΛΠ 39.9

Ασφαλιστήριο συμβόλαιο

Συμβόλαιο στο οποίο το ένα μέρος (ο φορέας ασφάλισης) δέχεται σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο από το έτερο μέρος (τον ασφαλιζόμενο), αποδεχόμενο να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο στη περίπτωση επέλευσης καθορισμένου αβέβαιου μελλοντικού συμβάντος (το ασφαλιζόμενο συμβάν) που επηρεάζει αρνητικά τον ασφαλιζόμενο. (Βλέπε Προσάρτημα Β για καθοδήγηση σχετικά με τον ορισμό αυτόν). Δ.Π.Χ.Π. 4.Α

Άυλο περιουσιακό στοιχείο

Ένα αναγνωρίσιμο μη χρηματικό περιουσιακό στοιχείο χωρίς φυσική υπόσταση. ΔΛΠ 38.8

Αυτοψία

Η επιθεώρηση/έλεγχος/αυτοψία ενός περιουσιακού στοιχείου ή εδαφικής έκτασης με σκοπό τη συλλογή και καταγγραφή συγκεκριμένων πληροφοριών. Οι έρευνες μπορεί να απαιτούνται σε πληθώρα σκοπών, όπως η αποτίμηση της αντοχής, των διαστάσεων, της εδαφικής και εδαφομηχανικής σύστασης, την ποιότητα της κατασκευής, κ.α.

Γεωργική δραστηριότητα

Η διαχείριση από μία οικονομική οντότητα του βιολογικού μετασχηματισμού των βιολογικών περιουσιακών στοιχείων προς πώληση, σε γεωργική παραγωγή ή σε επιπρόσθετα βιολογικά περιουσιακά στοιχεία. ΔΛΠ 41.5

Γεωργική παραγωγή

Το προϊόν που έχει συλλεχθεί από τα βιολογικά περιουσιακά στοιχεία της οικονομικής οντότητας. ΔΛΠ 41.5

Διάρκεια της μίσθωσης/μισθωτική περίοδος

Η αμετάκλητη χρονική περίοδος για την οποία ο μισθωτής έχει συμβληθεί να μισθώσει το περιουσιακό στοιχείο καθώς και κάθε επιπλέον χρονική περίοδο για την οποία ο μισθωτής έχει το δικαίωμα να παρατείνει τη μίσθωση του περιουσιακού στοιχείου με ή χωρίς αύξηση του μισθώματος εφόσον είναι μάλλον βέβαιο κατά την έναρξη της μισθώσεως ότι ο μισθωτής θα ασκήσει το δικαίωμα αυτό. ΔΛΠ 17.4

Διαφορικό επιτόκιο δανεισμού (του μισθωτή)

Είναι το επιτόκιο με το οποίο θα επιβαρυνόταν ο μισθωτής σε μία όμοια μισθωτική σχέση ή, αν αυτό δεν μπορεί να προσδιοριστεί, το επιτόκιο που, κατά την έναρξη της μισθώσεως, θα αποδεχόταν ο μισθωτής για να δανειστεί τα αναγκαία κεφάλαια, με παρόμοιους όρους και εξασφαλίσεις, για να αγοράσει το περιουσιακό στοιχείο. ΔΛΠ 17.4

Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (Δ.Π.Χ.Π.)

Πρότυπα και Διερμηνείες που έχουν υιοθετηθεί από το Συμβούλιο των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (Σ.Δ.Λ.Π.). Περιλαμβάνουν:

(α) Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης,

(β) Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και,

(γ) Διερμηνείες που δημιουργήθηκαν από την Επιτροπή Διερμηνειών των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (Ε.Δ.Δ.Π.Χ.Π.), ή την πρώην Μόνιμη Επιτροπή Διερμηνειών (ΜΕΔ).

Δ.Π.Χ.Π. 1.A, ΔΛΠ 1.11, ΔΛΠ 8.5

Εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο

Εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο οικισμού ή σχέδιο πόλης ή πολεοδομικό σχέδιο ή εγκεκριμένη πολεοδομική μελέτη είναι το διάγραμμα με τον τυχόν ειδικό πολεοδομικό κανονισμό που έχει εγκριθεί σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις και καθορίζει τους ειδικούς όρους δόμησης, τους κοινόχρηστους, κοινωφελείς και δομήσιμους χώρους και τις επιτρεπόμενες χρήσεις σε κάθε τμήμα ή ζώνη τους.

Ειδικά κτίρια

Ειδικά κτίρια είναι τα κτίρια, των οποίων η κύρια χρήση σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% της συνολικής επιφάνειας δόμησής τους δεν είναι η κατοικία.

Ειδική αξία οικονομικής οντότητας

Η παρούσα αξία των ταμιακών ροών, που η οικονομική οντότητα αναμένει να προκύψουν από τη συνεχιζόμενη χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου και από τη διάθεσή του στο τέλος της ωφέλιμης ζωής του ή του ποσού με το οποίο αναμένει να επιβαρυνθεί κατά το διακανονισμό μιας υποχρέωσης. ΔΛΠ 16.6, ΔΛΠ 38.8

Ειδικός μισθωτής

Ειδικός μισθωτής είναι ο μισθωτής ο οποίος λαμβάνει ιδιαίτερα πλεονεκτήματα από το ακίνητο που δεν είναι διαθέσιμα στους υπόλοιπους υποψήφιους μισθωτές της αγοράς.

Είναι κάθε κατασκευή που προορίζεται να χρησιμοποιείται σταθερά συνδεδεμένη με το έδαφος, ως ακίνητο εδράζεται απευθείας ή δια μέσου άλλων στοιχείων σ' αυτό, δεν έχει δυνατότητα αυτοκίνησης και δεν μπορεί να ρυμουλκηθεί με απλό και άμεσο τρόπο. Σύμφωνα με τα παραπάνω, δομικά έργα είναι π.χ. τα κτίρια ανεξάρτητα από τα υλικά και τον τρόπο κατασκευής τους, οι γέφυρες, οι τοίχοι αντιστήριξης, οι περιφράξεις, οι πέργκολες, οι δεξαμενές αποθήκευσης καυσίμων υλικών ανεξάρτητα από τον τρόπο κατασκευής τους και το σκοπό που εξυπηρετούν, οι οικίσκοι που εδράζονται στο έδαφος απευθείας ή σε τροχούς κ.λ.π.

Εκτίμηση

Μία γνώμη ενός εκτιμητή σχετικά με την αξία ενός συγκεκριμένου εμπράγματου δικαιώματος ή δικαιωμάτων ενός περιουσιακού στοιχείου, κατά την ημέρα της εκτίμησης και η οποία επιδίδεται γραπτώς. Η έκθεση εκτίμησης παρέχεται μετά από αυτοψία (επιθεώρηση) και άλλες απαιτούμενες έρευνες και μελέτες, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του περιουσιακού στοιχείου και το σκοπό της εκτίμησης, εκτός εάν έχουν προσυμφωνηθεί περιορισμοί στη διενέργεια της εκτίμησης.

Ελάχιστη καταβολή/πληρωμή μισθωμάτων

Το σύνολο των μισθωμάτων που ο μισθωτής οφείλει ή μπορεί να υποχρεωθεί, να καταβάλλει κατά τη μισθωτική περίοδο, μη περιλαμβανομένων του ενδεχόμενου μισθώματος, του κόστους επισκευής και συντήρησης και των φόρων που καταβάλλονται από τον εκμισθωτή και επιστρέφονται σε αυτόν, καθώς επίσης :

(α) από πλευράς μισθωτή, κάθε ποσό εγγυημένο από τον ίδιο ή από τρίτο μέρος που συνδέεται με τον μισθωτή ή

(β) από πλευράς εκμισθωτή, κάθε υπολειμματική αξία εγγυημένη στον εκμισθωτή από:

(i) τον μισθωτή,

(ii) έναν τρίτο που συνδέεται με τον μισθωτή ή

(iii) ένα τρίτο μέρος που δεν συνδέεται με τον εκμισθωτή και που έχει την οικονομική δυνατότητα να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που προβλέπει η εγγύηση.

Αν όμως ο μισθωτής έχει ένα δικαίωμα αγοράς του μισθωμένου περιουσιακού στοιχείου σε τιμή που αναμένεται να είναι αρκετά μικρότερη από την εύλογη αξία του μισθωμένου περιουσιακού στοιχείου κατά την ημερομηνία που καθίσταται ασκήσιμο το δικαίωμα, ώστε να είναι μάλλον βέβαιο κατά την έναρξη της μίσθωσης ότι το δικαίωμα αυτό θα ασκηθεί, τότε η ελάχιστη καταβολή μισθωμάτων αποτελείται από τα ελάχιστα μισθώματα τα οποία πρέπει να καταβληθούν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης μέχρι την ημερομηνία άσκησης του προαναφερόμενου δικαιώματος και την καταβολή που απαιτείται για την άσκηση. ΔΛΠ 17.4

Εμπορικό μίσθωμα
Έναρξη Μίσθωσης

Η ημερομηνία από την οποία ο μισθωτής δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμά του για τη χρήση του μισθωμένου περιουσιακού στοιχείου. Είναι η ημερομηνία της αρχικής αναγνώρισης της μίσθωσης (ήτοι η αναγνώριση των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων, των εσόδων ή των δαπανών που προκύπτουν από τη μίσθωση, όπως αρμόζει). ΔΛΠ 17.4

Ενδεχόμενο

Περισσότερο πιθανό να συμβεί από το να μην συμβεί. Δ.Π.Χ.Π. 3.A, Δ.Π.Χ.Π. 5.A

Ενδεχόμενο Μίσθωμα

Το μέρος του μισθώματος που δεν έχει καθοριστεί σε συγκεκριμένο ποσό, αλλά που βασίζεται στο μελλοντικό ποσό ενός συντελεστή που αλλάζει με κριτήρια διαφορετικά από την απλή παρέλευση του χρόνου (π.χ. ποσοστό επί των μελλοντικών πωλήσεων, πλήθος μελλοντικών χρησιμοποιήσεων, μελλοντικοί δείκτες τιμών, επιτόκια που θα ισχύουν μελλοντικά) ΔΛΠ 17.4

Ενέχυρο

Είναι το εμπράγματο δικαίωμα σε ξένο κινητό πράγμα, που συστήνεται για την εξασφάλιση απαίτησης με την προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή από το πράγμα (Α.Κ. 1209).

Το ενέχυρο μπορεί να συσταθεί και επί ιδανικού μεριδίου πράγματος είτε με σύμβαση είτε από το νόμο.

Ενσώματες ακινητοποιήσεις

Είναι τα ενσώματα πάγια περιουσιακά στοιχεία που:

(α) κατέχονται για χρήση στην παραγωγή ή παροχή αγαθών ή υπηρεσιών, για εκμίσθωση σε άλλους ή για διοικητικούς σκοπούς και

(β) αναμένεται να χρησιμοποιηθούν για περισσότερο από μία λογιστική περίοδο.

ΔΛΠ 16.6

Επένδυση σε ακίνητα

Ακίνητα (γήπεδο ή κτήριο  ή τμήμα ενός κτηρίου ή και τα δύο) που κατέχονται (από τον ιδιοκτήτη ή από τον μισθωτή με χρηματοδοτική μίσθωση) για να κερδίζονται μισθώματα ή για κεφαλαιακούς σκοπούς ή και για τα δύο παρά για:

(α) χρήση στην παραγωγή ή προμήθεια αγαθών ή υπηρεσιών ή για διοικητικούς σκοπούς ή

(β) πώληση κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών της επιχείρησης.

ΔΛΠ 40.4

Επικαρπία (προσωπική δουλεία)

Είναι το εμπράγματο δικαίωμα του επικαρπωτή σε ξένο πράγμα να το χρησιμοποιεί και να το καρπώνεται διατηρώντας όμως την ουσία του.

Η επικαρπία αν δεν ορίσθηκε διαφορετικά είναι αμεταβίβαστη. Είναι όμως δυνατή η μεταβίβαση της ενάσκησης του δικαιώματος της επικαρπίας για χρόνο που δεν μπορεί να υπερβεί το χρονικό διάστημα ισχύος αυτής (Α.Κ. 1166).

Επιχείρηση

Μία ολοκληρωμένη σειρά δραστηριοτήτων και περιουσιακών στοιχείων που διεξάγονται και διοικούνται για να παράσχουν:

(α) απόδοση στους επενδυτές ή

(β) χαμηλότερα κόστη ή άλλα οικονομικά οφέλη άμεσα και αναλογικά σε δικαιούχους συμβολαίων ή συμμετέχοντες.

Μία επιχείρηση συνήθως απαρτίζεται από εισροές, διαδικασίες που εφαρμόζονται επί αυτών των εισροών και τις προκύπτουσες εκροές που χρησιμοποιούνται ή που θα χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή εσόδων. Αν μία μεταβιβαζόμενη σειρά δραστηριοτήτων και περιουσιακών στοιχείων περιέχει υπεραξία, η μεταβιβαζόμενη εκείνη σειρά θα θεωρείται επιχείρηση. IFRS 3.A

Επιχορηγήσεις που αφορούν περιουσιακά στοιχεία

Κρατικές επιχορηγήσεις που έχουν ως βασικό όρο ότι η οικονομική οντότητα που τις δικαιούται πρέπει να αγοράσει, να κατασκευάσει, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, να αποκτήσει μακροπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία. Είναι δυνατόν, επίσης, να ορίζονται και πρόσθετοι όροι αναφορικά με το είδος ή την τοποθεσία των περιουσιακών στοιχείων ή με τη χρονική περίοδο στην οποία αυτά πρέπει να αποκτηθούν ή να παραμείνουν στην κατοχή της επιχείρησης. ΔΛΠ 20.3

Έσοδα

Αυξήσεις στα οικονομικά οφέλη κατά τη διάρκεια της λογιστικής περιόδου με τη μορφή των εισροών ή αυξήσεων των περιουσιακών στοιχείων ή μειώσεων των υποχρεώσεων που καταλήγουν σε αυξήσεις των ίδιων κεφαλαίων, άλλες εκτός από αυτές που σχετίζονται με εισφορές από τους συμμετέχοντες στα ίδια κεφάλαια. Π.70 (α)

Εύλογη αξία

Το ποσό με το οποίο ένα περιουσιακό στοιχείο θα μπορούσε να ανταλλαγεί ή μία υποχρέωση να διακανονιστεί μεταξύ δύο μερών που ενεργούν με τη θέλησή τους και με πλήρη γνώση των συνθηκών της αγοράς, στα πλαίσια μιας συναλλαγής που διεξάγεται σε καθαρά εμπορική βάση.

ΔΛΠ 2.6, (ΔΛΠ 16.6), ΔΛΠ 17.4, ΔΛΠ 18.7, (ΔΛΠ 19.7), (ΔΛΠ 20.3), ΔΛΠ 21.8, ΔΛΠ 32.11, (ΔΛΠ 38.8), ΔΛΠ 39.9, Δ.Π.Χ.Π. 1.A, (Δ.Π.Χ.Π. 2.A), Δ.Π.Χ.Π. 3.A, Δ.Π.Χ.Π. 4.A, Δ.Π.Χ.Π. 5.A

Ιδιοκτησία

Η ιδιοκτησία (επί ενός ακινήτου) περιλαμβάνει όλες τις διακριτές μορφές εμπράγματων δικαιωμάτων και οφέλων που πηγάζουν από το ακίνητο. Ειδικότερα το ποσοστό, τη φύση και το βαθμό του δικαιώματος.

Τα εμπράγματα δικαιώματα είναι οι νομικές μορφές εξουσίασης του ανθρώπου επί των οικονομικών αγαθών, δηλαδή τα δικαιώματα που κατά τον κώδικα (Α.Κ. 973) παρέχουν εξουσία άμεση και κατά παντός επί του πράγματος.

Εμπράγματα δικαιώματα είναι η κυριότητα, οι δουλείες, το ενέχυρο και η υποθήκη.

Ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα

Ακίνητα που κατέχονται (από τον ιδιοκτήτη ή από τον μισθωτή με βάση χρηματοδοτική μίσθωση) για χρήση στην παραγωγή ή προμήθεια αγαθών ή παροχή υπηρεσιών ή για διοικητικούς σκοπούς. ΔΛΠ 41, ΔΛΠ 70.4

Καθαρή θέση/ίδια κεφάλαια

Το υπολειμματικό δικαίωμα στην περιουσία μιας οντότητας μετά την αφαίρεση όλων των υποχρεώσεών της. Π. 49(γ)

Καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία

Η εκτιμώμενη τιμή πώλησης κατά τη συνήθη ροή των δραστηριοτήτων της επιχείρησης μείον το εκτιμώμενο κόστος ολοκλήρωσης και το εκτιμώμενο κόστος που είναι αναγκαίο για να πραγματοποιηθεί η πώληση.

Η καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία αναφέρεται στο καθαρό ποσό που μία οικονομική οντότητα αναμένει να εισπράξει από την πώληση αποθεμάτων κατά τη συνήθη ροή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Η εύλογη αξία αντανακλά το ποσό για το οποίο τα ίδια αποθέματα θα μπορούσαν να ανταλλαγούν στην αγορά μεταξύ

ενημερωμένων και πρόθυμων αγοραστών και πωλητών. Η πρώτη είναι αξία που είναι συγκεκριμένη για κάθε οικονομική οντότητα, ενώ η δεύτερη δεν είναι. Η καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία των αποθεμάτων μπορεί να μην ισούται με την εύλογη αξία απομειωμένη κατά τα άμεσα κόστη της πώλησης. ΔΛΠ 2.6, ΔΛΠ 2.7

Κατασκευές πλήρωσης

Κατασκευές πλήρωσης είναι οι κατασκευές που υλοποιούν οικοδομικά το κέλυφος και την εσωτερική διαρρύθμιση των χώρων.

Κατηγορία περιουσιακών στοιχείων

Ομαδοποίηση περιουσιακών στοιχείων μιας όμοιας φύσεως και χρήσεως στις εργασίες μιας οικονομικής οντότητας. ΔΛΠ 16.37, ΔΛΠ 32.55

Κεφάλαιο

Σύμφωνα με την οικονομική αντίληψη περί κεφαλαίου, κεφάλαιο είναι το επενδυμένο χρήμα ή επενδυμένη αγοραστική δύναμη, η καθαρή περιουσία ή το σύνολο της καθαρής θέσης της οικονομικής οντότητας. Η οικονομική έννοια του κεφαλαίου υιοθετείται από τις περισσότερες οικονομικές οντότητες. Σύμφωνα με μία έννοια του φυσικού κεφαλαίου, όπως είναι η λειτουργική ικανότητα, η παραγωγική δυναμικότητα της οικονομικής οντότητας βασίζεται στις, για παράδειγμα, μονάδες παραγόμενου προϊόντος κατά ημέρα. Π102

Κεφαλαιοποίηση

Η αναγνώριση μιας δαπάνης ως μέρος του κόστους ενός περιουσιακού στοιχείου. ΔΛΠ 23.11

Κόστος

Τα μετρητά ή τα ταμιακά ισοδύναμα που καταβάλλονται ή η εύλογη αξία άλλου ανταλλάγματος που παραχωρείται για την απόκτηση του περιουσιακού στοιχείου κατά το χρόνο της απόκτησης ή της κατασκευής του ή, όταν αρμόζει, το ποσό που αποδίδεται σε εκείνο το περιουσιακό στοιχείο κατά την αρχική του αναγνώριση σύμφωνα με τις συγκεκριμένες απαιτήσεις άλλων Δ.Π.Χ.Π., παραδείγματος χάρη του Δ.Π.Χ.Π. 2, Παροχές που Εξαρτώνται από την Αξία των Μετοχών. (ΔΛΠ 16.6, ΔΛΠ 38.8)

Κόστος αγοράς

Όλη η τιμή αγοράς, οι εισαγωγικοί δασμοί και άλλοι φόροι (άλλοι εκτός από αυτούς που μεταγενεστέρως μπορεί η οικονομική οντότητα να ανακτήσει από τη φορολογούσα αρχή), και τα μεταφορικά, η διεκπεραίωση και τα άλλα έξοδα που είναι άμεσα επιρριπτέα στην απόκτηση του στοιχείου. Εμπορικές εκπτώσεις, μειώσεις τιμών και άλλα παρόμοια στοιχεία αφαιρούνται κατά τον προσδιορισμό του κόστους αγοράς. ΔΛΠ 2.11

Κόστος δανεισμού

Τόκοι και άλλες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από μια οικονομική οντότητα σε σχέση με το δανεισμό κεφαλαίων. ΔΛΠ 23.4

Κόστος διάθεσης/εκποίησης

Οριακές δαπάνες άμεσα αποδιδόμενες στη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, εξαιρώντας χρηματοοικονομικές δαπάνες και έξοδα φόρου εισοδήματος. ΔΛΠ 36.6

Κρατικές επιχορηγήσεις

Ενίσχυση που παρέχεται από το κράτος με τη μορφή μεταβίβασης πόρων σε μια οικονομική οντότητα, σε ανταπόδοση του ότι αυτή έχει τηρήσει ή πρόκειται να τηρήσει ορισμένους όρους που σχετίζονται με τη λειτουργία της. Δεν περιλαμβάνονται στην έννοια αυτή οι κρατικές ενισχύσεις που λόγω της μορφής τους, δεν είναι επιδεικτικές αποτιμήσεως, καθώς και οι συναλλαγές με το δημόσιο για τις οποίες δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός από τις συνήθεις συναλλαγές της οικονομικής οντότητας. ΔΛΠ 20.3

Κυριότητα (πλήρης κυριότητα)

Είναι άμεση, καθολική και απόλυτη εξουσία του προσώπου πάνω στο πράγμα.

Λειτουργική μίσθωση

Μια μίσθωση που δεν είναι χρηματοδοτική. ΔΛΠ 17.4

Λογιστική αξία

Το ποσό στο οποίο ένα περιουσιακό στοιχείο αναγνωρίζεται, μετά την αφαίρεση οποιωνδήποτε σωρευμένων αποσβέσεών και σωρευμένων ζημιών απομείωσης.

ΔΛΠ 36.6, ΔΛΠ 16.6, ΔΛΠ 38.8

Μέθοδος Εισοδήματος

Μία συγκριτική προσέγγιση της αξίας, η οποία λαμβάνει υπόψη το εισόδημα και τα έξοδα/κόστη που σχετίζονται με το υπό εκτίμηση ακίνητο και υπολογίζει την αξία μέσω μίας κεφαλαιοποιητικής διαδικασίας.

Μέθοδος κόστους

Μία συγκριτική προσέγγιση στην αξία ενός ακινήτου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, που λαμβάνει υπόψη της (ως υποκατάστατο της αγοράς ενός ακινήτου) την δυνατότητα της κατασκευής ενός άλλου ακινήτου το οποίο είναι ισοδύναμο με το εκτιμούμενο ή που μπορεί να παρέχει ίδια χρησιμότητα χωρίς να προκαλείται επιπλέον κόστος λόγω καθυστέρησης παράδοσης. Η προσέγγιση του εκτιμητή βασίζεται στην αναπαραγωγή ή αντικατάσταση του υπό εκτίμηση ακινήτου ή περιουσιακού στοιχείου, μείον τη συνολική (σωρευτική) απαξίωση. (International Valuation Standards, 8th Edition; GN 5, 3.3)

Μίσθωση

Μια συμφωνία βάσει της οποίας ο εκμισθωτής μεταβιβάζει στον μισθωτή το δικαίωμα χρήσης ενός περιουσιακού στοιχείου για μια συμφωνημένη χρονική περίοδο με αντάλλαγμα μια πληρωμή ή μια σειρά πληρωμών. ΔΛΠ 17.4

Νομή

Είναι η φυσική εξουσία του προσώπου επί του πράγματος η οποία ασκείται με διάνοια κυρίου (Α.Κ. 974).

Οίκηση (προσωπική δουλεία)

Είναι το εμπράγματο και αποκλειστικό δικαίωμα του δικαιούχου να χρησιμοποιεί ως κατοικία ξένη οικοδομή ή διαμέρισμα (Α.Κ. 1183). Το δικαίωμα αυτό είναι αμετάβλητο και αποσβήνεται με το θάνατο του δικαιούχου.

Οικοδομική γραμμή

Οικοδομική γραμμή είναι η γραμμή που καθορίζεται από εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο και αποτελεί όριο της δόμησης στο οικοδομικό τετράγωνο προς τον κοινόχρηστο χώρο που το περιβάλλει.

Οικοδομικό τετράγωνο

Οικοδομικό τετράγωνο (Ο.Τ.) είναι κάθε δομήσιμη ενιαία έκταση που βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο και περιβάλλεται από κοινόχρηστους χώρους ή και εκτός σχεδίου περιοχή.

Οικονομική ζωή

Είτε:

(α) η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ένα περιουσιακό στοιχείο αναμένεται να είναι οικονομικά χρησιμοποιήσιμο από έναν ή περισσότερους χρήστες ή

(β) o αριθμός των μονάδων παραγωγής ή όμοιων μονάδων, τις οποίες ένας ή περισσότεροι χρήστες αναμένουν να λάβουν από το περιουσιακό στοιχείο.

ΔΛΠ 17.4

Όροφοι

Όροφοι είναι τα τμήματα του κτιρίου, στα οποία διαχωρίζεται καθ’ ύψος από διαδοχικά δάπεδα, με μεταξύ τους ελάχιστη απόσταση, όπως ορίζεται από τις σχετικές διατάξεις.

Παραδοχές

Υποθέσεις και εικασίες οι οποίες θεωρούνται ως αληθείς. Οι παραδοχές περιλαμβάνουν γεγονότα, συνθήκες ή περιστάσεις που επιδρούν στο υποκείμενο ή την προσέγγιση στην εκτίμηση και οι οποίες μπορεί να μη δύνανται ή να μην αξίζει να επαληθευτούν. Αποτελούν θέματα τα οποία εφόσον διακηρυχθούν πρέπει να γίνονται αποδεκτές για την κατανόηση της εκτίμησης. Όλες οι παραδοχές που θεμελιώνουν την εκτίμηση πρέπει να είναι λογικές.

Παραλία

Παραλία είναι η ζώνη της ξηράς, η οποία προστίθεται στον αιγιαλό όταν απαιτείται για την εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς µε τη θάλασσα και αντίστροφα. Για τους παραπάνω λόγους δημιουργείται ζώνη παραλίας µε χάραξη οριογραμμής κίτρινου χρώματος. Η ζώνη παραλίας δεν μπορεί να υπερβαίνει σε πλάτος τα πενήντα (50) μέτρα.

Παρούσα αξία

Μια τρέχουσα εκτίμηση της παρούσας προεξοφλημένης αξίας των μελλοντικών καθαρών ταμιακών ροών στη συνήθη πορεία των εργασιών της οικονομικής οντότητας. Π.100(δ)

Περιορισμένες προσωπικές δουλείες

Περιορισμένη προσωπική δουλεία είναι το εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ξένο ακίνητο που συνιστάται υπέρ ενός συγκεκριμένου προσώπου παρέχοντας σ' αυτό κάποια εξουσία ή χρησιμότητα.

Περιουσιακό στοιχείο

Ένας πόρος:

(α) που ελέγχεται από μία οικονομική οντότητα ως αποτέλεσμα παρελθόντων γεγονότων και

(β) από τον οποίο μελλοντικά οικονομικά οφέλη αναμένεται να εισρεύσουν στην οικονομική οντότητα. ΔΛΠ 38.8, (Π.49(α))

Περίφραξη

Περίφραξη ή Περίφραγμα είναι η κατασκευή με την οποία διαχωρίζονται μεταξύ τους όμορα οικόπεδα ή γήπεδα, καθώς και οικόπεδο ή γήπεδο από κοινόχρηστο χώρο.

Ποσοστό κάλυψης οικοπέδου

Ποσοστό κάλυψης του οικοπέδου είναι ο λόγος της μέγιστης επιφάνειας που επιτρέπεται να καλυφθεί προς τη συνολική επιφάνεια του οικοπέδου.

Πραγματικές δουλείες

Πραγματική δουλεία κατά το άρθρο 11.18 Α.Κ. είναι το περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο που συνιστάται για την εξυπηρέτηση των αναγκών άλλου ακινήτου παρέχοντας ωφέλεια στον εκάστοτε κύριο αυτού.

Το ακίνητο υπέρ του οποίου συνιστάται η δουλεία καλείται δεσπόζον, ενώ εκείνο εις βάρος του οποίου συστήθηκε η δουλεία, δουλεύον.

Ρυμοτομική γραμμή

Ρυμοτομική γραμμή είναι η γραμμή, που καθορίζεται από εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο και οριοθετεί το οικοδομικό τετράγωνο ή γήπεδο σε σχέση με τον κοινόχρηστο χώρο που το περιβάλλει ή εκτός σχεδίου περιοχή.

Ρυμοτομούμενο τμήμα

Ρυμοτομούμενο τμήμα είναι το τμήμα ιδιοκτησίας (οικοπέδου ή κτιρίου) που βρίσκεται εντός εγκεκριμένων κοινόχρηστων χώρων του ρυμοτομικού σχεδίου, όπως δρόμους, πλατείες.

Συγκριτικά στοιχεία

Δεδομένα τα οποία χρησιμοποιούνται γενικώς σε μία ανάλυση εκτίμησης ώστε να σχηματιστεί μία εκτίμηση αξίας. Τα συγκριτικά στοιχεία σχετίζονται με ακίνητα τα οποία έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτά του εκτιμώμενου ακινήτου. Τα δεδομένα αυτά περιλαμβάνουν πραγματικές και ζητούμενες τιμές αγοραπωλησιών, εισοδήματα και έξοδα, καθώς και προερχόμενους από την αγορά ακινήτων συντελεστές κεφαλαιοποίησης και συντελεστές προεξόφλησης.

Συγκριτική Μέθοδος

Μία συγκριτική προσέγγιση της αξίας, η οποία λαμβάνει υπόψη αγοραπωλησίες παρόμοιων ή υποκατάσταστων ακινήτων και σχετικά δεδομένα της αγοράς ακινήτων και στοιχειοθετεί μία εκτίμηση αξίας με διεργασίες που εμπεριέχουν τη σύγκριση. Γενικά, ένα ακίνητο υπό εκτίμηση συγκρίνεται με αγοραπωλησίες παρόμοιων ακινήτων τα οποία έχουν μεταβιβαστεί στην ελεύθερη αγορά.

Σύμβαση

Μια σύμβαση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μερών, η οποία έχει καθαρές οικονομικές συνέπειες, τις οποίες τα μέρη έχουν, αν έχουν, μικρή διακριτική ευχέρεια να αποφύγουν, συνήθως, γιατί η συμφωνία είναι νομικώς κατοχυρωμένη. Οι συμβάσεις μπορεί να είναι διαφόρων τύπων και δεν χρειάζεται να είναι γραπτές ΔΛΠ 32.13

Σύμβαση κατασκευής

Μια σύμβαση που έχει συναφθεί ειδικώς για την κατασκευή ενός περιουσιακού στοιχείου ή ενός συνδυασμού περιουσιακών στοιχείων, τα οποία είναι στενά αλληλοσυνδεόμενα ή είναι αλληλοεξαρτώμενα σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμού τους, την τεχνολογία και τη λειτουργία ή τον τελικό σκοπό ή χρήση τους. ΔΛΠ 11.3

Συνένωση επιχειρήσεων

Η συσπείρωση ξεχωριστών οικονομικών οντοτήτων ή επιχειρήσεων σε μία αναφέρουσα οικονομική οντότητα. Δ.Π.Χ.Π. 3.A

Συνεχιζόμενη δραστηριότητα

Η οικονομική οντότητα κανονικά θεωρείται ως μια συνεχιζόμενη δραστηριότητα, δηλαδή, ότι συνεχίζει την επιχειρηματική δραστηριότητα για το προβλεπτό μέλλον. Υποτίθεται ότι η οικονομική οντότητα δεν έχει ούτε την πρόθεση ούτε την ανάγκη ρευστοποιήσεως ή της περικοπής ουσιωδώς του επιπέδου των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της. ΔΛΠ 1.23-24, Π.23

Συστατικό Μέρος Πράγματος

Συστατικό μέρος πράγματος που δε μπορεί να αποχωριστεί από το κύριο πράγμα χωρίς βλάβη αυτού του ίδιου ή του κύριου πράγματος ή χωρίς αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού τους δε μπορεί να είναι χωριστά αντικείμενα κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος (Άρθρο 953 Αστικού κώδικα).

Συστατικά του ακινήτου με την έννοια του προηγούμενου άρθρου είναι:

  1. τα πράγματα που έχουν συνδεθεί σταθερά με το έδαφος, ιδίως οικοδομήματα
  2. τα προϊόντα του ακινήτου εφόσον συνέχονται με το έδαφος
  3. το νερό κάτω από το έδαφος και η πηγή
  4. οι σπόροι μόλις σπαρθούν και τα φυτά μόλις φυτευτούν

(Άρθρο 954 Αστικού κώδικα)

Πράγματα που έχουν συνδεθεί με το έδαφος για παροδικό μόνο σκοπό δε θεωρούνται συστατικά του ακινήτου. Το ίδιο ισχύει και για τα οικοδομήματα ή κτίσματα γενικώς που ανεγέρθηκαν σε ξένο ακίνητο από αυτόν που έχει εμπράγματο δικαίωμα πάνω σ' αυτό για την άσκηση αυτού του δικαιώματός του. (Άρθρο 955 Αστικού κώδικα)

Ταμιακές ροές

Εισροές και εκροές ταμιακών διαθεσίμων και  ταμιακών ισοδυνάμων. ΔΛΠ 7.6

Τιμή

Τιμή είναι το ποσό το οποίο ένας συγκεκριμένος αγοραστής συμφωνεί να πληρώσει και ένας συγκεκριμένος πωλητής να αποδεχτεί για την ολοκλήρωση μίας εμπορικής συναλλαγής, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες.

Τράπεζα

Ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα του οποίου μια από τις κύριες δραστηριότητες είναι να δέχεται καταθέσεις και να δανείζεται με σκοπό την παροχή δανείων και τις επενδύσεις και τα οποία εμπίπτουν στο αντικείμενο της τραπεζικής ή όμοιας νομοθεσίας. ΔΛΠ 30.2

Υπεραξία

Μελλοντικά οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από περιουσιακά στοιχεία που δεν μπορούν να προσδιοριστούν μεμονωμένα και να αναγνωριστούν ξεχωριστά. Δ.Π.Χ.Π. 3.Α

Υπόγειο

Υπόγειο είναι όροφος ή τμήμα ορόφου, του οποίου η οροφή δεν υπερβαίνει την απόσταση 1,20 μ. από την οριστική στάθμη του εδάφους.

Υποθήκη

Είναι το εμπράγματο δικαίωμα σε ξένο (ως προς το δανειστή) ακίνητο για εξασφάλιση ορισμένης απαίτησης με προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή από το ακίνητο (Α.Κ. 1257-1345).

Για την απόκτηση υποθήκης απαιτείται τίτλος που να χορηγεί δικαίωμα για υποθήκη και εγγραφή στο βιβλίο υποθηκών.

Υπολειμματική αξία

Το καθαρό ποσό που προσδοκά η οικονομική οντότητα να λάβει για ένα περιουσιακό στοιχείο στο τέλος της ωφέλιμης ζωής του μετά την αφαίρεση του αναμενόμενου κόστους διάθεσης. ΔΛΠ 16.6

Υπολειμματική αξία (άυλου περιουσιακού στοιχείου)

Η αξία που η οικονομική οντότητα εκτιμά ότι θα λάμβανε επί του παρόντος από την εκποίηση του περιουσιακού στοιχείου, μετά την αφαίρεση του κόστους εκποίησης, αν το περιουσιακό στοιχείο ήταν ήδη στην ηλικία και την κατάσταση που θα αναμενόταν κατά το τέλος της ωφέλιμης ζωής του. ΔΛΠ 16.6, ΔΛΠ 38.8

Υπολειμματική Μέθοδος

Μέθοδος κατά την οποία προσδιορίζεται η αξία ενός ακινήτου, λαμβάνοντας υπόψη την αξία που θα είχε αυτό με τη βέλτιστη και τη μέγιστη ανάπτυξή του, αφού αφαιρεθούν όλα τα κόστη για την ανάπτυξη αυτή.

Ύψος κτιρίου

Ύψος κτιρίου σε κάθε σημείο είναι η κατακόρυφη απόσταση από το σημείο τομής της όψης του κτιρίου με το οριστικά διαμορφωμένο έδαφος έως τη στάθμη της τελικής άνω επιφάνειας του τελευταίου ορόφου στη θέση αυτή. Το μεγαλύτερο από τα ύψη που πραγματοποιούνται είναι το μέγιστο πραγματοποιούμενο ύψος του κτιρίου.

Φέρων οργανισμός

Φέρων οργανισμός του κτιρίου ή φέρουσα κατασκευή του είναι το τμήμα που μεταφέρει άμεσα ή έμμεσα στο έδαφος τα μόνιμα, ωφέλιμα και γενικά τα φορτία των δυνάμεων που επενεργούν σε αυτό.

Χρηματοδοτική μίσθωση

Μια μίσθωση που μεταβιβάζει ουσιαστικά όλους τους κινδύνους και τα οφέλη που συνεπάγεται η ιδιοκτησία ενός περιουσιακού στοιχείου. Ο τίτλος (ιδιοκτησίας) μπορεί τελικά είτε να μεταβιβαστεί είτε όχι. ΔΛΠ 17.4

Χρήση κτιρίου

Χρήση του κτιρίου είναι αυτή για την οποία έχει χορηγηθεί Άδεια Δόμησης ή σε κάθε περίπτωση αυτή που αναγράφεται στην ταυτότητα κτιρίου.

Χώροι βοηθητικής χρήσης

Χώροι βοηθητικής χρήσης είναι χώροι που δεν προορίζονται για την εξυπηρέτηση της βασικής χρήσης του κτιρίου και την παραμονή των χρηστών του σε αυτούς, όπως είναι χώροι κυκλοφορίας, διάδρομοι, προθάλαμοι, κλιμακοστάσια, χώροι υγιεινής, μηχανοστάσια, αποθήκες, χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων, κτίρια παραμονής ζώων.

Χώροι κύριας χρήσης

Χώροι κύριας χρήσης των κτιρίων είναι όσοι προορίζονται για την εξυπηρέτηση της βασικής χρήσης του κτιρίου και την παραμονή των χρηστών του σε αυτούς, όπως είναι σε κτίρια κατοικίας τα υπνοδωμάτια, οι χώροι διημέρευσης, οι κουζίνες, τα γραφεία. Οι χώροι κύριας χρήσης έχουν για τα κτίρια που κατασκευάζονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος ελεύθερο ύψος τουλάχιστον 2,65 μ.

Ψιλή Κυριότητα

Είναι το εμπράγματο δικαίωμα που απομένει όταν η πλήρης κυριότητα έχει στερηθεί (αποψιλωθεί) του εμπράγματου δικαιώματος της επικαρπίας, δηλαδή της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος και συνεπώς έχει περιορισθεί μόνο στην εξουσία διάθεσής του.

Ωφέλιμη ζωή

Είτε:

(α) η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ένα περιουσιακό στοιχείο αναμένεται να είναι διαθέσιμο για χρήση από την οικονομική  οντότητα, είτε

(β) είτε το πλήθος των μονάδων παραγωγής ή όμοιων μονάδων που αναμένεται να αποκτήσει η οντότητα από το περιουσιακό στοιχείο.

ΔΛΠ 36.6, ΔΛΠ 16.6, ΔΛΠ 38.8

Ωφέλιμη ζωή (μίσθωση)

Η εκτιμώμενη απομένουσα χρονική περίοδος, από την έναρξη της μίσθωσης και χωρίς περιορισμό από την μισθωτική περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας τα οικονομικά οφέλη που είναι ενσωματωμένα στο περιουσιακό στοιχείο αναμένονται να αναλωθούν από την οικονομική οντότητα. ΔΛΠ 17.4

Ασφαλιστέα Αξία

Ασφαλιστέα αξία ενός ακινήτου αποτελεί το ποσό που αναγράφεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και αφορά το εν λόγω ακίνητο ως υποχρέωση του ασφαλιστή σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος υποστεί ζημίες και οικονομικές απώλειες λόγω επέλευσης κινδύνου που ορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο του εν λόγω ακινήτου. Σε αυτή την περίπτωση ο εκτιμητής, όταν του δοθεί εντολή να εκτιμήσει την ασφαλιστέα αξία, πρέπει να προσδιορίσει το ποσό που θα αποτελεί την κατάλληλη ασφαλιστική κάλυψη για το εν λόγω πάγιο στοιχείο.

Διαθέσιμα προς πώληση χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία

Εκείνα τα μη παράγωγα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που προσδιορίζονται ως διαθέσιμα προς πώληση και που δεν κατατάσσονται ως:

(α) δάνεια και απαιτήσεις

(β) επενδύσεις διακρατούμενες μέχρι τη λήξη ή

(γ) χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων.

ΔΛΠ 39.9

Εμπορική Αξία

Εμπορική Αξία Ακινήτου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου (ή Αγοραία Αξία) ορίζεται ως το αποτιμηθέν ποσό με το οποίο ανταλλάσσεται ένα ακίνητο ή άλλο περιουσιακό στοιχείο κατά την ημερομηνία εκτίμησης μεταξύ ενός πρόθυμου αγοραστή και ενός πρόθυμου πωλητή, οι οποίοι ενεργούν ανεξάρτητα και ισότιμα. Προϋπόθεση είναι το ακίνητο ή το περιουσιακό στοιχείο να έχει προωθηθεί στην αγορά για ένα εύλογο χρονικό διάστημα και η αγοραπωλησία να λαμβάνει χώρα σε συνήθη συναλλακτική κίνηση, όπου κάθε συναλλασσόμενη πλευρά ενεργεί με γνώση, σύνεση και χωρίς πίεση ή καταναγκασμό. Ο παραπάνω ορισμός σε γενικές γραμμές καλύπτει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο.

Οικόπεδο

Οικόπεδο είναι η συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο και ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους κυρίους εξ αδιαιρέτου και βρίσκεται μέσα σε εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή μέσα στα όρια οικισμού χωρίς σχέδιο. Ανάλογα με τη θέση τους στο οικοδομικό τετράγωνο τα οικόπεδα χαρακτηρίζονται μεσαία εφόσον έχουν ένα πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο, γωνιακά εφόσον έχουν πρόσωπα σε συμβολή δύο κοινόχρηστων χώρων, διαμπερή εφόσον έχουν πρόσωπα σε δύο διαφορετικούς κοινόχρηστους χώρους.

Όλα τα δικαιώματα επί της εδαφικής έκτασης (με ή χωρίς κτήρια, εγκαταστάσεις & μηχανολογικός εξοπλισμός, ορυχεία & άλλα μεταλλεία και άυλα στοιχεία, εκτός εάν το περιεχόμενο υπονοεί πιο αυστηρό ορισμό. Ο όρος εφαρμόζεται επίσης και σε άλλα περιουσιακά στοιχεία, όπως μετοχές, η έργα σε εξέλιξη όπου η εκτίμηση γίνεται για σκοπούς παρουσίασης του οικονομικού μεγέθους σε χρηματοοικονομική πληροφόρηση.

Κατασκευή

Κατασκευή είναι κάθε ασφαλές τεχνικό έργο.

Κτίριο

Κτίριο είναι η κατασκευή που αποτελείται από χώρους και εγκαταστάσεις και προορίζεται για προσωρινή ή μόνιμη παραμονή του χρήστη (Άρθρο 2, Νέος Οικοδομικός Κανονισμός)

Συντελεστής Δόμησης

Συντελεστής δόμησης (σ.δ.) είναι ο αριθμός, ο οποίος πολλαπλασιαζόμενος με την επιφάνεια του οικοπέδου ή γηπέδου, δίνει τη συνολική επιτρεπόμενη επιφάνεια δόμησης.

Κάλυψη Οικοπέδου

Κάλυψη του οικοπέδου είναι η επιφάνεια που ορίζεται πάνω σε οριζόντιο επίπεδο από τις προβολές όλων των περιγραμμάτων των κτιρίων του οικοπέδου, εξαιρουμένων των χώρων που ορίζονται στο άρθρο 12 του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού.

Μέγιστο Επιτρεπόμενο Ύψος

Μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος κτιρίου είναι το ύψος του ανώτατου επιπέδου του κτιρίου, πάνω από το οποίο απαγορεύεται κάθε δόμηση εκτός από τις εγκαταστάσεις που επιτρέπονται ειδικά και περιοριστικά.

Κύρια Όψη Κτιρίου

Κύρια όψη είναι κάθε όψη του κτιρίου που βλέπει σε δημόσιο κοινόχρηστο χώρο, όπως ορίζεται από εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο.

Βιοκλιματικό Κτίριο

Βιοκλιματικό κτίριο ονομάζεται ένα κτίριο που ανταποκρίνεται στις κλιματικές συνθήκες του περιβάλλοντός του, καθώς έχει σχεδιαστεί με τρόπο ώστε να επιτυγχάνονται οι βέλτιστες εσωτερικές συνθήκες θερμικής άνεσης και ποιότητας αέρα κατά τη διάρκεια όλου του έτους, με την ελάχιστη δυνατή κατανάλωση ενέργειας και κατατάσσεται στις ανώτερες ενεργειακά κατηγορίες όπως αυτές κάθε φορά ορίζονται.

Ακίνητο

Ακίνητο πράγμα είναι το έδαφος  και τα συστατικά του μέρη (Άρθρο 947 Αστικού κώδικα).

 

Συστατικό μέρος πράγματος που δε μπορεί να αποχωριστεί από το κύριο πράγμα χωρίς βλάβη αυτού του ίδιου ή του κύριου πράγματος ή χωρίς αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού τους δε μπορεί να είναι χωριστά αντικείμενα κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος (Άρθρο 953 Αστικού κώδικα).

 

Συστατικά του ακινήτου με την έννοια του προηγούμενου άρθρου είναι:

1. τα πράγματα που έχουν συνδεθεί σταθερά με το έδαφος, ιδίως οικοδομήματα

2. τα προϊόντα του ακινήτου εφόσον συνέχονται με το έδαφος

3. το νερό κάτω από το έδαφος και η πηγή

4. οι σπόροι μόλις σπαρθούν και τα φυτά μόλις φυτευτούν

(Άρθρο 954 Αστικού κώδικα)

 

Πράγματα που έχουν συνδεθεί με το έδαφος για παροδικό μόνο σκοπό δε θεωρούνται συστατικά του ακινήτου. Το ίδιο ισχύει και για τα οικοδομήματα ή κτίσματα γενικώς που ανεγέρθηκαν σε ξένο ακίνητο από αυτόν που έχει εμπράγματο δικαίωμα πάνω σ' αυτό για την άσκηση αυτού του δικαιώματός του. (Άρθρο 955 Αστικού κώδικα)

Ακίνητο Περιουσιακό Στοιχείο

Όλα τα εμπράγματα δικαιώματα και ωφελήματα που σχετίζονται με την ιδιοκτησία των ακινήτων, συμπεριλαμβανομένων και όλων των ζημιών, ελαττωμάτων, υποχρεώσεων και άλλων αρνητικών στοιχείων που σχετίζονται με το εκτιμώμενο ακίνητο. 

Επενδυτικό Ακίνητο

Επενδυτικό ακίνητο είναι κάθε ακίνητο (γήπεδο, οικόπεδο, κτίριο, τμήμα κτιρίου ή συνδυασμός αυτών) που κατέχεται από τον ιδιοκτήτη για τον προσπορισμό εισοδήματος ή δημιουργία υπεραξίας ή και τα δύο, αντί:

(α) της χρήσης τους στην παραγωγή ή την προμήθεια αγαθών ή υπηρεσιών, ή για διοικητικούς σκοπούς, ή

(β) πώλησης κατά τη συνήθη λειτουργία της επιχείρησης

Επενδυτική Αξία

Επενδυτική αξία είναι η αξία που έχει ένα ακίνητο ή άλλο περιουσιακό στοιχείο για τον ιδιοκτήτη του ή έναν πιθανό αγοραστή για ατομική επένδυση ή λειτουργικούς σκοπούς.

Ειδική Αξία

Ειδική Αξία ορίζεται η αξία που κατά την αποτίμησή της λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός ακινήτου, τα οποία έχουν ιδιαίτερη αξία για έναν Ειδικό Αγοραστή, δηλαδή έναν αγοραστή που μπορεί να βελτιστοποιήσει τη χρησιμότητα ενός ακινήτου σε σχέση με άλλους πιθανούς αγοραστές.

Ποσό το οποίο αντικατοπτρίζει ειδικά χαρακτηριστικά ενός ακινήτου ή περιουσιακού στοιχείου τα οποία έχουν αξία μόνο για ειδικούς αγοραστές.

logo
logo
Επικοινωνία